- παλιάτσα
- ηπολύ παλιό και φθαρμένο αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλιός + κατάλ. -άτσα (πρβλ. λιν-άτσα, μπουγ-άτσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιατσαρία — η 1. σύνολο παλιών και φθαρμένων πραγμάτων 2. παλιό και φθαρμένο αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλιάτσα + κατάλ. αρία (πρβλ. τζαμ αρία)] … Dictionary of Greek
παλιατσούρα — η 1. παλιό και φθαρμένο αντικείμενο 2. σύνολο παλιών και φθαρμένων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλιάτσα + κατάλ. ούρα*] … Dictionary of Greek